αμπάρωμα

αμπάρωμα
και μπάρωμα, το
[αμπαρώνω]
κλείσιμο με αμπάρα, σφάλισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμπάρωμα — το, ατος το κλείσιμο της πόρτας με την αμπάρα: Τη νύχτα ήταν απαραίτητο το αμπάρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπαρώνω — κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρα. ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός] …   Dictionary of Greek

  • μαντάλωμα — το [μανταλώνω] το κλείσιμο πόρτας ή παραθύρου με μάνταλο, με αμπάρα, με σύρτη, αμπάρωμα …   Dictionary of Greek

  • μανταλωμός — ο [μανταλώνω] το μαντάλωμα, αμπάρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”